τολουένιο

τολουένιο
το, Ν
χημ. βλ. τολουόλιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ναφθένια — Κυκλικές οργανικές ενώσεις της τάξης των υδρογονανθράκων οι οποίες αντιστοιχούν στον γενικό τύπο CnH2n. Περιέχονται κυρίως στα πετρέλαια του Καυκάσου. Οι ενώσεις αυτές ονομάστηκαν ν. κατά το τέλος του περασμένου αιώνα από τον Ρώσο χημικό… …   Dictionary of Greek

  • τολουόλιο — και τολουένιο, το, Ν 1. χημ. μονοκυκλική οργανική ένωση, αρωματικός υδρογονάνθρακας, γνωστός και ως μεθυλοβενζόλιο ή φαινυλομεθάνιο 2. «διισοκυανικό τολουόλιο» χημ. μονοκυκλική αρωματική οργανική ένωση, παράγωγο τού τολουολίου, γνωστή και με την… …   Dictionary of Greek

  • χημεία — Η επιστήμη που μελετά τη σύσταση των ουσιών, τις αντιδράσεις τους και την παρασκευή τους. Παρότι ο ορισμός αυτός είναι ελλιπής ως προς τους σκοπούς της χ. είναι αρκετά πρόσφατος και απαιτήθηκαν αιώνες για να συμπληρωθεί. Η πολυπλοκότητα των… …   Dictionary of Greek

  • εκρηκτικές ύλες — Ουσίες ή μείγματα ουσιών, τα οποία σε συνθήκες μιας εξωτερικής διέγερσης μπορούν να μετατραπούν ταχύτατα –με μία εξώθερμη αντίδραση αποσύνθεσης που συνοδεύεται συνήθως από καύση– σε έναν μεγάλο όγκο αερίων και ουσιών πτητικών σε υψηλή θερμοκρασία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”